- ψιλοκιθαριστής
- ὁ, Ακιθαριστής που παίζει μόνον κιθάρα, χωρίς να τραγουδά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κιθαριστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλοκιθαριστής — one who plays the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλοκιθαρισταί — ψιλοκιθαριστής one who plays the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλοκιθαρεύς — έως, ὁ, Α ψιλοκιθαριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κιθάρα + επίθημα εύς] … Dictionary of Greek
ψιλοκιθαριστική — ἡ, Α [ψιλοκιθαριστής] (ενν. τέχνη) το να παίζει κανείς μόνον κιθάρα, χωρίς να τραγουδά … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek